ἔντος

ἔντος
ἔντος (ἐντέων, ἔντεσιν, ἔντεσσιν, ἔντεα) pl.,
1 equipment
a armour

χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22

μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74

b
I harness

ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα O. 13.20

βοέους (v. l. βοέοις) δήσαις ἀνάγκᾳ (-ας v. l., -αις Σ)

ἔντεσιν αὐχένας P. 4.235

II equipage of a chariot

κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (τοῖς πεζοῖς καὶ τοῖς ἱππεῦσιν. Σ.) N. 9.22
c ships' gear, sails (but cf. O. 7.12)

ἀπότρεπε αὖτις Ἑὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70

d musical instrument

παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21

c. gen., defining,

ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …   Dictionary of Greek

  • ἐντός — within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …   Dictionary of Greek

  • εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”